- [REVIEW] Emio – The Smiling Man: Famicom Detective Club - 21 Οκτωβρίου 2024
- Luigi’s Mansion 2 HD [Switch Review] - 23 Ιουλίου 2024
- [Switch Review] Paper Mario: The Thousand Years Door - 11 Ιουνίου 2024
Το Emio – The Smiling Man: Famicom Detective Club, είναι ένα εξωτικό φρούτο από πολλές απόψεις. Ιδιαίτερο σαν είδος, με μια πιο ακόμα ιδιαίτερη ιστορία, Ιαπωνικό μέχρι το κόκκαλο χωρίς να φοβάται να το δείξει. Ακόμα και ο τρόπος που λανσαρίστηκε ήταν ιδιαίτερος για τα δεδομένα της Nintendo. Το μεγαλύτερο αποτύπωμα πάνω του και πηγή όλων των παραπάνω είναι η όχι και τόσο συνηθισμένη κληρονομιά του. Ο Yoshio Sakamoto ο οποίος βρίσκεται πίσω από το franchise, αποτελεί σίγουρα το βαρύ χαρτί του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που το βιογραφικό του ξεκινάει στην εποχή των Game & Watch, δίπλα σε θρύλους όπως ο Gunpei Yokoi, έχοντας θεμελιώσει ip’s όπως το Metroid. Διαθέτοντας ένα σχεδόν αμιγώς καλλιτεχνικό υπόβαθρο, τα Famicom Detective Club (FDC) αποτέλεσαν ένα κάπως προσωπικό πρότζεκτ, κάτι σαν πνευματικό παιδί ας πούμε. Την εποχή που το μέσο των video games, ήταν ακόμα στα σπάργανα και τίποτα δεν ήταν δεδομένο, είχε την ευκαιρία να εστιάσει περισσότερο στην αφήγηση, παρά στα άλλα φανταχτερά στοιχεία, όπως οι μηχανισμοί και το gameplay. Η σειρά άλλωστε ποτέ δεν χτίστηκε στην προοπτική να γίνει κάτι μεγάλο από άποψη απήχησης. Τα δύο προηγούμενα παιχνίδια εκδόθηκαν στο αρκετά πειραματικό Famicom Disk System (1988-1989) και φυσικά απευθυνόταν αποκλειστικά στο Ιαπωνικό κοινό.
Έκτοτε, αναμενόμενα, κάπου αφέθηκαν στην άκρη, κάπου ξεχάστηκαν ίσως, για να φτάσουμε στην σύγχρονη εποχή όπου η ανέλπιστη επιτυχία του NSW δημιούργησε πιεστικές ανάγκες για τίτλους. Η σειρά ανασύρθηκε λοιπόν από το βαθύ της λήθαργο το 2021 με τα δύο πρώτα παιχνίδια να λαμβάνουν μια απαστράπτουσα νέα επανέκδοση και ταυτόχρονα μεταφορά της στο δυτικό κοινό! Το The Smiling Man κάνει το ακόμα μεγαλύτερο βήμα να δημιουργήσει ένα ολοκαίνουργιο χορταστικό κεφάλαιο και να κυκλοφορήσει ως πλήρης τίτλος ξανά παντού. Οι εμφατικές κινήσεις όμως σταματούν απότομα εδώ, αφού φαίνεται πως ο Sakamoto δεν ήθελε να ακουμπήσει τον πυρήνα των παιχνιδιών. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν, είναι πως το παιχνίδι δεν είναι τίποτα παραπάνω (ή και λιγότερο) από “απλώς” το τρίτο FDC παιχνίδι. Νερό στον μύλο των παρεξηγήσεων μάλλον έχει ρίξει και ο πρωτότυπος τρόπος προώθησής του, με το ανατριχιαστικό teaser που προανήγγειλε την κυκλοφορία του, και έκανε πολύ κόσμο να υποθέσει λανθασμένα πως εδώ έχουμε κάτι άλλο, (τύπου Fatal Frame ή Silent Hill ας πούμε). Αν έχετε παίξει τα δύο remake θα βρεθείτε αμέσως σαν στο σπίτι σας και αυτό είναι όλο.
Με άλλα λόγια το παιχνίδι αποτελεί έναν αυθεντικό εκφραστή του είδους των visual novels και μάλιστα των πιο …αρχέγονων από αυτούς. Στην πράξη αυτό σημαίνει πως ο τίτλος μοιάζει περισσότερο με μια παραδοσιακή νουβέλα παρά με παιχνίδι! Οι στοιχειώδεις μηχανισμοί υπάρχουν περισσότερο για να προσφέρουν μια πινελιά αλληλεπίδρασης στην αφήγηση παρά για ουσιαστικό gameplay. Δεν υπάρχει εξερεύνηση, δεν υπάρχουν γρίφοι, ούτε οτιδήποτε άλλο θα έδινε μια πιο έντονη αίσθηση συμμετοχής στην δράση, ενώ η δομή του είναι τόσο γραμμική όσο ένα βιβλίο. Απλά δεν πας παρακάτω αν δεν δεις και κάνεις τα πάντα εκεί που ήδη είσαι. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό. Δυστυχώς όμως ακόμα και σε αυτή την απλή αποστολή, οι μηχανισμοί δεν τα καταφέρνουν ιδιαίτερα καλά. Το στοιχειώδες μενού, θυμίζει τις παθογένειες άλλων εποχών, αφού στην ουσία προχωράμε με την συνεχή πλοήγηση ανάμεσα σε 5-6 προκαθορισμένες επιλογές, συχνά με μια “trial and error” λογική. Έτσι, θα βρεθείτε συχνά σε μια σκηνή ή διάλογο, να μην έχετε την παραμικρή ένδειξη για το τι πρέπει να κάνετε για να πάτε παρακάτω και να επιλέγετε στην τύχη τις 5-6 προκάτ επιλογές, μέχρι να βρεθεί αυτή που θα σας προχωρήσει ένα βήμα και όλο πάλι απ’ την αρχή! Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος πως αυτό στερείται πρόκλησης και σύντομα γίνεται κουραστικό. Δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε πως από την στιγμή που μιλάμε για έναν ολοκαίνουργιο τίτλο με όλες τις επιλογές ανοιχτές στην δημιουργία του, η επιμονή σε αυτό τον παρωχημένο τρόπο προώθησης της αφήγησης μοιάζει σαν μια χαμένη ευκαιρία.
Στο εν λόγω μενού οι επιλογές συζήτησης, μετακίνησης και εξέτασης του περιβάλλοντος είναι μάλλον αυτονόητες, ωστόσο ειδική μνεία αξίζουν τα “Think” και “Open Notebook”. Το πρώτο λειτουργεί συνήθως ως hint για το τι πρέπει να κάνουμε παρακάτω ξεκλειδώνοντας κάποιες φορές άλλες επιλογές προώθησης της δράσης. Το “Open Notebook” από την άλλη αποτελεί μια σχολαστικότατη υλοποίηση σημειωματάριου, όπου καταγράφονται τα πάντα. Εξαιρετικά καλοφτιαγμένο και χρήσιμο αφού καταχωρεί ότι ανακαλύπτει η έρευνα σας όσο μικρό και αν φαίνεται. Καλό είναι να το συμβουλεύεστε συχνά!
Γενικά η έμφαση στο κομμάτι της εξιστόρησης είναι εμφανής στο γενικότερο στήσιμο ακόμα και για τους λιγότερο υποψιασμένους παίκτες. Δεν είναι μόνο το σημειωματάριο. Χαρακτηριστικό είναι πως αρκετά συχνά όπως στα τέλη των κεφαλαίων, αλλά όχι μόνο, το παιχνίδι μας επιβάλει ανακεφαλαίωση (έχει και τεστ σαν να είσαι σχολείο!) ενώ μια λεπτομέρεια που μας άρεσε πολύ, είναι πως όταν φορτώνεται κάποιο save, υπάρχει η προαιρετική επισκόπηση της ιστορίας μέχρι το σημείο εκείνο! Όμορφο χαρακτηριστικό που θα μας άρεσε να το βλέπαμε και σε άλλα παιχνίδια.
Το παιχνίδι φυσικά είναι τοποθετημένο μέσα στον γνωστό του σύμπαν όπως το ξέρουμε από τα δύο προηγούμενα FDC. Ο κύριος πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι 19 χρονών πλέον, (ήταν 15 και 17 στα δύο προηγούμενα) και φυσικά πρόκειται για τον ίδιο ανώνυμο ιδιωτικό ντετέκτιβ (του δίνετε το δικό σας όνομα), που εργάζεται ως βοηθός στο γνωστό γραφείο του κ. Utsugi. Η συνομήλικη του Ayumi Tachibana, είναι και αυτή βοηθός στο ίδιο γραφείο και εξακολουθεί να κρατάει σημαντικό ρόλο, όντας μάλιστα playable σε κάποια σημεία, πράγμα που προσφέρει μια ευχάριστη ποικιλία. Οι έρευνες περιστρέφονται γύρω από μια αλλόκοτη ιστορία δολοφονίας έφηβων παιδιών. Φαίνεται πως ο δολοφόνος αντιγράφει (ή μήπως δημιουργεί;) έναν αστικό μύθο που έχει να κάνει με Τον Χαμογελαστό Άνδρα (The Smiling Man). Αυτός πλησιάζει κάποιο παιδί που για κάποιο λόγο κλαίει και του υπόσχεται πως δεν θα ξανακλάψει ποτέ πια, μιας και θα του χαρίσει ένα χαμόγελο που θα διαρκέσει για πάντα. Στη συνέχεια το δολοφονεί και το αφήνει, με μια χαρτοσακούλα στο κεφάλι με ένα ζωγραφισμένο χαμόγελο σε αυτή. Ο δολοφόνος χτύπησε τρία κορίτσια 18 χρόνια πριν, μετά σταμάτησε, για να φτάσουμε στο σήμερα όπου έχουμε μια ανάλογη ιστορία με αγόρι όμως αυτή την φορά. Το τι, το πως και το γιατί, είναι φυσικά αυτά που απασχολούν την έρευνα στην οποία, προφανώς, εμπλέκεται και η αστυνομία και θα αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη που θα ωθήσει την αφήγηση της ιστορίας, να ξεδιπλώσει όλες τις ανατριχιαστικές και ανατρεπτικές της πτυχές.
Η ύφανση της ιστορίας είναι ξεκάθαρα λοιπόν το κομμάτι στο οποίο έχει πέσει το μεγάλο βάρος και μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως εκεί είναι που τελικά το παιχνίδι λάμπει σαν καινοφανής αστέρας. Ο Sakamoto για άλλη μια φορά αποδεικνύεται σε έξοχο παραμυθά ο οποίος ξέρει και πως να χτίσει και και πως να διηγηθεί την ιστορία του. Μη περιμένετε νεωτερισμούς εδώ και μπλεγμένους τρόπους αφήγησης. Δεν πρόκειται άλλωστε για κάτι που προσπαθεί να σε καθηλώσει από το πρώτο δευτερόλεπτο με τόνους δράσης, ανατροπών κλπ. Παραμένει όμως μια γλυκιά υπενθύμιση πως το παλιό στα σωστά χέρια μπορεί εύκολα να λάμψει ως κλασικό και τελικά αξεπέραστο σε κάποια πράγματα. Η ιστορία λοιπόν χτίζεται αργά μεν, μεθοδικά δε, με λογική συνέπεια και ειρμό. Τα πάντα τοποθετούνται με μαστοριά στην θέση τους και ο θεατής έχει όλο τον χρόνο όχι μόνο να τα αντιληφθεί αλλά και να τα επεξεργαστεί μέσα του. Η κλιμάκωση φυσικά έρχεται στο τέλος και είναι όπως πρέπει, ολοκληρώνοντας το παζλ με θεαματικό τρόπο. Δεν υπάρχουν σκοτεινά σημεία, αναπάντητα ερωτήματα και πράγματα που έμειναν φλου, δήθεν από άποψη. Είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος που άσχετα τι συναισθήματα θα σου δημιουργήσει στην πορεία (δεν θα είναι όλα ευχάριστα, είναι αρκετά καθαρό αυτό) θα την εκτιμήσεις για την αρτιότητα και την αυτοτέλεια της. Μια ιστορία σκοτεινή, στα όρια του άβολου ίσως, αλλά που θα σε προβληματίσει και θα σου μείνει.
Ίσως γινόμαστε κουραστικοί αλλά καλό είναι να τονίσουμε για άλλη μια φορά πως παρότι η υπόθεση που χειρίζονται οι νεαροί μας ντετέκτιβ είναι σκοτεινή, το παιχνίδι στο κομμάτι της ατμόσφαιρας δεν είναι καθόλου έτσι. Θυμίζει κάτι από Ace Attorney. Σε πρώτο πλάνο βρίσκονται οι πρωταγωνιστές οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν τα πρώτα βήματα της ενήλικης ζωής τους, πράγμα που του δίνει έναν αρκετά ανέμελο, σχεδόν εφηβικό, τόνο. Τα σκοτεινά μυστικά της αλλόκοτης ιστορίας είναι πανταχού παρόντα φυσικά, αλλά είναι περισσότερο στα πλαίσια μιας δύσκολης μέρας στη δουλειά και μοιραία μένουν στο περιθώριο. Οι χαρακτήρες είναι πολλοί και ιδιαίτερα καλογραμμένοι ενώ το γεγονός πως το παιχνίδι είναι παίρνει γενικά το χρόνο του σε όλα, το βοηθάει ιδιαίτερα να αναπνεύσει, αφού υπάρχει χρόνος να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν κυρίως μέσα από τους ιδιαίτερα ζωντανούς διάλογους. Ακολουθούν φυσικά όλα τις γνωστές ιδιαιτερότητες της Ιαπωνικής ποπ κουλτούρας, πράγμα που απαιτεί μια μικρή έστω εξοικείωση με αυτή.
Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται πλήρως και στο εικαστικό κομμάτι. με τα γραφικά να κλέβουν την παράσταση. Στατικά τις περισσότερες φορές, με λίγο animation, αντικατοπτρίζουν την αρτίστικη φύση του παιχνιδιού. Πρόκειται κυρίως για χειροποίητα σκίτσα σε anime στυλ φυσικά, που θα γεμίσουν χρώμα την οθόνη. Άκρως επαγγελματική δουλειά με πεντακάθαρη εικόνα, που πάνω απ’ όλα είναι καλαίσθητη και παραμένει εντυπωσιακή ακόμα και σε μεγάλη τηλεόραση (ίσως περισσότερο εκεί). Οι ενδιάμεσες σκηνές (cut scenes), δεν είναι πολύ συχνές αλλά είναι και αυτές εξαιρετικά όμορφες και προσθέτουν πολύ στην ατμόσφαιρα. Υπάρχει πολύ voice over, οπότε οι πολλοί διάλογοι του παιχνιδιού, “κυλάνε” πιο εύκολα, είναι όμως μόνο στα Ιαπωνικά. Η μουσική τέλος είναι το πιο αμφιλεγόμενο κομμάτι μιας και πρωταγωνιστεί ένα αδιάφορο μουσικό χαλί το οποίο ακούγεται μόνιμα στο background. Είναι γνωστή ιδιαιτερότητα των Ιαπωνικών visual novel παιχνιδιών το χαρακτηριστικό αυτό και φυσικά καλύπτει και την ανάγκη για κάτι ήπιο που δεν θα πληγώνει τα αυτιά στις ατελείωτες στατικές οθόνες του παιχνιδιού. Είναι όμως σχεδόν δεδομένο πως σε εμάς τους δυτικούς ακούγεται επίπεδο και αδιάφορο θυμίζοντας περισσότερο σούπερ μάρκετ ή mall, παρά κάτι που έχει καλλιτεχνικές βλέψεις! Στα cut scenes πάντως τα πράγματα αλλάζουν και γίνονται πολύ ενδιαφέροντα.
Σε επίπεδο interface και QoL βελτιώσεων, το παιχνίδι συνεχίζει από εκεί που είχαν ήδη φτάσει τα remake του 2021 με κάποιες βελτιώσεις μάλιστα, πράγμα που σημαίνει πως δεν έχουμε παράπονα. Υπάρχουν ρυθμίσεις για τα περισσότερα που πιθανώς να ζητήσετε, οπτικές ενδείξεις και οθόνες βοήθειας, πλήκτρα skip και συντομεύσεις, άμεσο save με μπόλικα save slots και autosave, ενώ τα σχετικά με το σχολαστικότατο notebook και τις ανακεφαλαιώσεις τα θίξαμε ήδη. Να πούμε επιπλέον πως αναμενόμενα λόγω της φύσης του, το παιχνίδι δεν ζορίζει καθόλου το NSW και φυσικά δεν έχει το παραμικρό ψεγάδι σε θέματα απόδοσης, ενώ είναι εξίσου άνετο τόσο φορητά όσο και στην τηλεόραση.
Συνολικά θα λέγαμε πως το Emio – The Smiling Man: Famicom Detective Club είναι ένα παιχνίδι για αρκετά συγκεκριμένο κοινό όπως άλλωστε και οι δύο προκάτοχοι του. Είναι έντονα Ιαπωνικό και στο εικαστικό του και στην ιστορία και χαρακτήρες του, ενώ το ίδιο ισχύει και για το είδος (genre) αφού ακολουθεί όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Ιαπωνικών visual novels, Είναι παλαιομοδίτικο σε αρκετά πράγματα από άποψη και ενώ αυτό δουλεύει συνήθως εξαιρετικά, δεν αποφεύγει τελείως τις κακοτοπιές με σημαντικότερη τους αρχαϊκούς μηχανισμούς που εύκολα κουράζουν. Στο κομμάτι της εξιστόρησης όμως είναι διαμαντάκι και αν αυτό είναι κάτι που σας γοητεύει τότε σίγουρα αξίζει να το κοιτάξετε προσεκτικά, ειδικά αν είστε εξοικειωμένοι με την Ιαπωνική ποπ κουλτούρα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Για ειδικά γούστα
Δεν θα κάνει κλικ σε όλους και υπάρχουν αρκετοί λόγοι για αυτό. Αν όμως μπορέσετε να ενταχθείτε ομαλά στις ιδιαιτερότητές του, θα ανταμειφθείτε με μια πλούσια και δυνατή εμπειρία που σίγουρα θα σας μείνει. Επενδύστε ελεύθερα, μόνο όμως εφόσον δεν υπάρχει κάποιο ισχυρό βέτο στις αρκετές ιδιαιτερότητες του!