- Luigi’s Mansion 2 HD [Switch Review] - 23 Ιουλίου 2024
- [Switch Review] Paper Mario: The Thousand Years Door - 11 Ιουνίου 2024
- [Review] Another Code: Recollection - 7 Φεβρουαρίου 2024
Πάνε 11 ολόκληρα χρόνια από τότε που οι Καναδοί της Next Level Games έφεραν στο φως το Luigi’s Mansion 2: Dark Moon. Υπό το άγρυπνο βλέμμα του ίδιου του Miyamoto βεβαίως, καθώς το νεαρό ακόμα τότε 3DS, μετά από ένα χλιαρό launch, πάλευε να καθιερωθεί. Δεν είναι ευρέως γνωστό αλλά το πρώτο Luigi’s Mansion (LM) του GameCube ήταν ένα παιχνίδι, που από την γέννησή του ακόμα, είχε σχεδιαστεί με το 3D στο μυαλό (με την υποστήριξη 3D οθόνης και άλλα τέτοια φιλόδοξα που όμως τελικά δεν προχώρησαν). Συνεπώς το LM2 αργότερα, φάνταζε ως ο ιδανικός υποψήφιος για να προβάλλει τις ιδιαιτερότητες του 3DS. Το αποτέλεσμα ήταν πέρα για πέρα επιτυχημένο, το 3DS τελικά απογειώθηκε και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Κοιτώντας προς τα πίσω, μπορούμε να βρούμε αρκετούς λόγους για την κριτική και εμπορική του επιτυχία. Ήταν ένα παιχνίδι πανέμορφο οπτικά, “σκηνοθετημένο” ώστε να προβάλλει άριστα το 3D εφέ, με μηχανισμούς που δούλευαν μια χαρά, γεμάτο χιούμορ και feel good αίσθηση. Μια μικρή παιδική χαρά στην παλάμη σου, που μύριζε Nintendo από μακριά και ας μη προέρχονταν από τον …σκληρό πυρήνα της εταιρείας. Εξειδικεύοντας κάπως, το κρυφό όπλο του, ήταν πως είχε “ραφτεί” με αριστοτεχνικό τρόπο πάνω στις ιδιαιτερότητες της πλατφόρμας. Δεν ήταν μόνο το 3D! Η δράση του για παράδειγμα, είχε σπάσει σε μικρότερα κομμάτια ευνοώντας τους μικρότερους χρόνους που παίζει κάποιος σε ένα φορητό, αλλά και την λιγοστή RAM της συσκευής! Ανάλογες τροποιήσεις είχαμε στην κάμερα, την κίνηση και μια σειρά από άλλα τέτοια πράγματα που συνολικά διαμόρφωναν μια αρκετά ιδιαίτερη εμπειρία. Μια εμπειρία, που έμοιαζε σαν κοστούμι ειδικά ραμμένο για το 3DS και που σαν σύνολο έσφυζε από θετικά χωρίς χτυπητά προβλήματα
Μεσολάβησε το LM3 (2019), το οποίο πάνω κάτω ήταν για το Nintendo Switch, ότι το LM2 για το 3DS. Ένα πανέμορφο διασκεδαστικό παιχνίδι, που βγήκε σχετικά νωρίς στην ζωή της κονσόλας και έδειξε με πειστικό τρόπο τι μπορεί αυτή να κάνει. Ακόμα και σήμερα θεωρείται, όχι άδικα, ως ένας από τους πιο εντυπωσιακούς τίτλους του συστήματος. Η κληρονομιά λοιπόν είναι βαριά και ας μιλάμε για ένα νέο franchise, με μόλις τρία μέλη. Το LM2 HD αποτελεί μέσα σε όλα αυτά, μια ενδιάμεση κυκλοφορία – σφήνα, που έρχεται να γεμίσει το πρόγραμμα κυκλοφοριών στη τρέχουσα μεταβατική κατάσταση, ελάχιστα πριν την ανατολή της επόμενης γενιάς. Δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς κακό σε αυτό. Τα πέντε χρόνια που πέρασαν από το LM3 είναι αρκετά και η ποιότητα του πρωτότυπου δεν αμφισβητείται. Τα προβλήματα εντοπίζονται στις ιδιαιτερότητες του LM2. Ιδιαιτερότητες που κάνουν το άλλοτε καλοραμμένο κοστούμι του 3DS να μοιάζει με ένα πρόχειρα μεταποιημένο ρούχο που προσπαθεί να ταιριάξει στις ανάγκες του μεγαλύτερο αδερφού.
Ας τα δούμε πιο αναλυτικά όμως. Το πρώτο πράγμα που προσέχει κάποιος, είναι τα γραφικά και γενικότερα ο τεχνικός τομέας. Εδώ η Tantalus που ανέλαβε την μετατροπή είχε μάλλον ένα βουνό να ανέβει, αφού τα γραφικά του 3DS δεν ήταν απλώς SD, αλλά και εξαιρετικά μικρής ανάλυσης. Οι παλιές υφές (textures) λοιπόν, πετάχτηκαν στον κάδο ως εντελώς ακατάλληλες, και νέες HD με ασύγκριτα μεγαλύτερη λεπτομέρεια πήραν την θέση τους, χαρίζοντας μια εντυπωσιακή αναβάθμιση. Οι αναλύσεις επίσης ανέβηκαν στα θεωρητικά μάξιμουμ του NSW (1080p/720p) πράγμα που σε συνδυασμό με το αξιοπρεπές ΑΑ, χαρίζει μια εντυπωσιακά διαυγή εικόνα. Πολύ πιο σύγχρονος και πλήρης είναι ο φωτισμός και οι σκιές του παιχνιδιού, καθώς και ότι έχει να κάνει με σωματίδια (πχ ομίχλες, φωτιά) και νερό, ενώ εντελώς καινούργιο είναι ότι αφορά UI, μενού, γραμματοσειρές κλπ. Οι διαφορές των δύο εκδόσεων δίπλα δίπλα, είναι κυριολεκτικά μέρα με νύχτα, αν και από μνήμη μπορεί κάποιος να ξεγελαστεί, γιατί η τεχνοτροπία είναι ακριβώς η ίδια.
Είναι όμως όλα τέλεια; Δυστυχώς όχι! Οι επεμβάσεις στην γεωμετρία είναι σχετικά περιορισμένες και αφορούν περισσότερο τους χαρακτήρες και λιγότερο το περιβάλλον. Αυτό δίνει μια γενικότερη αίσθηση παλαιότερης γενιάς στο παιχνίδι, αίσθηση που είναι ορατή με την πρώτη ματιά. Επιπλέον οι υλοποιήσεις του φωτισμού, των σωματιδίων κλπ, αν και απέχουν έτη φωτός από το 3DS, δεν πλησιάζουν τις άριστες υλοποιήσεις που είδαμε στο LM3 για παράδειγμα. Επίσης η απόδοση του περιορίζεται στα “ταπεινά” 30fps, κάτι που μάλλον είναι ατόπημα αν λάβουμε υπόψη την όχι κορυφαία ποιότητα απεικόνισης. Στο κομμάτι του ήχου και της μουσικής επίσης, δεν έχουμε ιδιαίτερες προσθήκες από το πρωτότυπο. Η μουσική είναι όμορφη και ατμοσφαιρική, το ίδιο και οι υπόλοιποι ήχοι. Δεν υπάρχει όμως το κάτι παραπάνω. Η μίξη παραμένει στερεοφωνική, χωρίς surround, τα υπέροχα voice over είναι λιγοστά και τα ενδιάμεσα cut scenes, μικρά και σπάνια όπως ακριβώς και στο πρωτότυπο. Χαρακτηριστικό είναι πως ο τίτλος “ζυγίζει” στην ηλεκτρονική του μορφή περί τα 2.9 GB τη στιγμή που το LM3 φτάνει τα 7.6. Φυσικά η ποιότητα ενός παιχνιδιού δεν πάει …με το κιλό, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση η έλλειψη φιλοδοξίας φαίνεται και από αυτό.
Βουτώντας τώρα στο παιχνίδι, ως διά μαγείας, ξεχνάμε όλες τις γκρίνιες και διαπιστώνουμε γιατί είχαμε αγαπήσει το LM2. Η ιστορία απλοϊκή αλλά διασκεδαστική. Ο γνωστός μας από το πρώτο παιχνίδι εκκεντρικός και ελαφρά παρανοϊκός ερευνητής του παραφυσικού, καθηγητής E. Gadd έχει αποσυρθεί στην Evershade Valley. Εκεί ο ηλικιωμένος καθηγητής με την όψη …μωρού (!?!) έχει μπόλικο υλικό για να συνεχίσει την έρευνά του. Τα πράγματα όμως ως συνήθως στραβώνουν απότομα! Εμφανίζεται ο King Boo και με το μαγικό του κρύσταλλο, σπάει το Dark Moon που φώτιζε την περιοχή. Το φεγγάρι αυτό ηρεμούσε τα κατοικίδια φαντασματάκια του, και έτσι τώρα αυτά αγρίεψαν και καταλαμβάνουν το μέρος, γεμίζοντας το με ομίχλη. Ο καθηγητής έντρομος, για άλλη μια φορά, ζητάει τη βοήθεια του Luigi ο οποίος θέλοντας και μη αναγκάζεται να βοηθήσει. Αποστολή του να εξερευνήσει τις 5 τοποθεσίες της κοιλάδας, να τις καθαρίσει από τα φαντάσματα και να βρει τα αντίστοιχα κομμάτια του Dark Moon που κρύβει η καθεμιά.
Ο κόσμος και η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού, είναι σίγουρα και τα μεγάλα του ατού και δεν είναι υπερβολή να πούμε, πως όχι μόνο δεν έχει τίποτα να ζηλέψεισε αυτά, από τα δύο άλλα μέλη, αλλά κάπου υπερτερεί κιόλας. Από τη μια έχουμε τις απίστευτα αστείες περιπτώσεις του Luigi και των φαντασμάτων. Ασύλληπτα δειλός και γκαφατζής ο πρώτος, χαριτωμένα και σκανδαλιάρικα τα δεύτερα, συνθέτουν ένα σκηνικό «μάχης» στο οποίο άσχετα από το ποιος κερδίζει βγαίνει πολύ και αυθόρμητο γέλιο. Από την άλλη έχουμε ένα κόσμο χτισμένο με μαεστρία πάνω στο παραπάνω δίπτυχο. Ένα σφιχτό κόσμο, γεμάτο και ζωντανό στον οποίο ο παίκτης μπορεί να κάνει σχεδόν τα πάντα. Να ανοίξει συρτάρια και πόρτες, να τραβήξει κορδόνια και κρυμμένους διακόπτες, μέχρι και να ρουφήξει με τη σκούπα του κουρτίνες, χαλιά και παλτά από τις κρεμάστρες! Επιπλέον έχουμε πέντε εντελώς διακριτούς υποκόσμους μεταξύ τους, πράγμα που το κάνει να ξεφεύγει από το στενό concept της έπαυλης/ξενοδοχείου και του δίνει μια σίγουρα ευπρόσδεκτη ποικιλία. Οι μηχανισμοί του είναι υποδειγματικοί και αποτελούν δήλωση του πόσο δημιουργικό μπορεί να γίνει το να αποφεύγεις τις χιλιοφορεμένες φόρμες. Ελέγχετε φυσικά τον Luigi, με τον οποίο έχετε μια περιορισμένη γκάμα επιλογών δράσης, η οποία καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τα λίγα γκάτζετ που διαθέτει. Δεν μπορείτε να πηδήξετε, δεν μπορείτε να πυροβολήσετε, δεν μπορείτε να αλληλοεπιδράσετε απευθείας με το περιβάλλον ούτε να έχετε κάποιο σοβαρό inventory. Μπορείτε απλώς να ρουφάτε και να φυσάτε αντικείμενα με την “ηλεκτρική σκούπα” (Poltergust 5000), μπορείτε να χρησιμοποιείται τον “φακό” (Strobulb) για να φωτίζεται σκοτεινά σημεία και να ζαλίζεται τους εχθρούς, μπορείτε τέλος να χρησιμοποιείτε το Dark Light Device ώστε να να ενεργοποιείτε διακόπτες και να “σκανάρετε” τον χώρο για κρυμμένα σημεία ενδιαφέροντος. Υπάρχει και ένα στοιχειώδες πλήκτρο δράσης (για να ανοίγετε πόρτες κλπ) και φυσικά το DS (Dual Scream!) που σας δίνει πρόσβαση σε κομμάτια του UI (επικοινωνία κλπ).
Αυτό όμως που με μια πρώτη ανάγνωση μοιάζει με αδυναμία όταν υλοποιείται σωστά μετατρέπεται τελικά σε μια από τις σημαντικότερες αρετές του τίτλου. Η λέξη κλειδί εδώ είναι η ευρηματικότητα. Δεν μπορείτε ας πούμε να κουβαλήσετε μια δάδα αλλά μπορείτε να την ρουφήξετε και να την κρατήσετε κολλημένη στο άκρο της σκούπας σας ώστε να την σύρετε μερικές οθόνες παρακάτω που σας χρειάζεται. Δεν μπορείτε να παραβιάσετε μια σφραγισμένη πόρτα αλλά μπορείτε να ανεβείτε στο δεύτερο πάτωμα και να πέσετε με κάποιο τρόπο στο σφραγισμένο δωμάτιο από κάτω! Ο σχεδιασμός του κόσμου, η σωστή ατμόσφαιρα, οι γρίφοι και πάνω από όλα οι πολλές πανέξυπνες ιδέες που υλοποιούνται σωστά, προσφέρουν μια άκρως διασκεδαστική και κυρίως πολύ ιδιαίτερη δράση που σου μένει.
Το σύστημα μάχης είναι εξίσου ιδιαίτερο χωρίς fire buttons και τέτοιες ευκολίες. Υλοποιείται σε δύο στάδια αφού οφείλετε να ζαλίσετε τον εχθρό με τον φακό και μετά να τον “ρουφήξετε” στην ηλεκτρική σας σκούπα. Πράγμα δύσκολο αφού τα θεόμουρλα φαντασματάκια έχουν την τάση να πηγαίνουν σε ομάδες και φυσικά να αντιστέκονται όταν επιχειρείτε το θεάρεστο έργο σας. Δεν είναι ιδιαίτερα απλό και απαιτεί κάποια προσαρμογή ειδικά αν δεν έχετε παίξει κάποιο άλλο LM παιχνίδι. Συνηθίζεται όμως εύκολα και είναι απόλυτα λειτουργικό και ταυτόχρονα ταιριαστό στην φύση του παιχνιδιού προσφέροντας την απαραίτητη πρόκληση και ικανοποίηση. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στους πιο υποτιμημένους πρωταγωνιστές οποιουδήποτε ψηφιακού κόσμου δηλαδή τους κακούς. Τα φαντάσματα λοιπόν, είναι απλώς υπέροχα και δεν υπάρχει περίπτωση να μη τα λατρέψετε. Από τον εξοπλισμό τους (πχ κατσαρολικά για όπλα και ασπίδες, γυαλιά ήλιου για να μη τα στραβώνετε με το φακό κλπ), το animation το οποίο προσφέρει στην συνολική τους προσωπικότητα, τους ήχους, μέχρι το γενικότερο στήσιμο και τα καμώματά τους. Άφθονη δράση και διασκέδαση (έμφαση στο δεύτερο). Για παράδειγμα το πρώτο φάντασμα που αντιμετωπίζει ο τρεμάμενος από φόβο Luigi, το βρίσκετε σε μια μπανιέρα να κάνει ντουζ και αποφασίζει να σας επιτεθεί όταν τραβάτε την κουρτίνα και το διακόπτετε! Η ποικιλία τους είναι ικανοποιητική ενώ εξίσου καλά λόγια μπορούμε να πούμε για τους μεγάλους κακούς (boss).
Σημαντική ιδιαιτερότητα εδώ, για την οποία έχει γίνει αρκετός λόγος, αποτελεί το γεγονός πως η δράση του είναι σπασμένη σε πολλά μικρά κομμάτια, ακυρώνοντας έτσι ακόμα και τους μικρούς βαθμούς ελευθερίας που έχουν τα “μεγαλύτερα” μέλη, όπως το τρίτο της σειράς. Στην ουσία, το παιχνίδι έχει μια δομή παρόμοια με τα παλιομοδίτικα 2D Mario παιχνίδια (πίστα W1-L1 κλπ) όπου τον ρόλο του hub παίζει το κρησφύγετο του καθηγητή, στο οποίο καταλήγετε υποχρεωτικά όταν φέρετε σε πέρας κάποια από τις σχετικά μικρές αποστολές που σας αναθέτει. Οι “πίστες” του κάθε κόσμου αφορούν την στάνταρ τοποθεσία του χώρου (πχ ο πρώτος κόσμος καλύπτει μια έπαυλη, παρόμοια του πρώτου παιχνιδιού), άρα υπάρχει αρκετή επικάλυψη αφού μέσες άκρες περιφέρεστε στα ίδια μέρη. Απλώς σε κάθε νέα πρόκληση αλλάζουν οι συνθήκες και οι σκοποί, ενώ πολλές φορές αποκαλύπτονται καινούργια τμήματα, μυστικά δωμάτια κλπ. Στο τέλος κάθε κόσμου υπάρχει κλασικά το big boss το οποίο και οφείλετε να κερδίσετε προκειμένου να ξεκλειδώσει ο επόμενος κόσμος.
Μα που βρέθηκε το καρπούζι; Για αυτό δεν τράβαγε τόση ώρα;;;
Η δομή αυτή δεν σε αφήνει να βυθιστείς επί μακρόν στον εκάστοτε κόσμο αντίθετα έχουμε μια σαφώς πιο arcade προσέγγιση. Σου λέει ο καθηγητής τι πρέπει να κάνεις, μεταφέρεσαι στην αντίστοιχη τοποθεσία, το κάνεις και μετά υποχρεωτικά πάλι πίσω, να σου αναθέσει το επόμενο. Υπάρχει μάλιστα και αρχείο επιδόσεων στο οποίο καταγράφονται τα επιτεύγματα σας σε κάθε “πίστα” σε χρόνους, unlockables κλπ, με εμφανή διάθεση να ενθαρρυνθεί ο παίκτης να ξαναπαίξει κάποιες από αυτές για καλύτερο σκορ! Πολλοί αξιολογούν τα παραπάνω ως αρνητικά και η αλήθεια είναι πως όλο αυτό κάπου σπάει τον ρυθμό της περιπέτειας. Από την άλλη όμως παίρνουμε μια σαφώς πιο casual εμπειρία, όπου σπάνια θα χαθείτε ή θα βρεθείτε να μη ξέρετε τι πρέπει να κάνετε και που να πάτε. Επιπλέον το σκορ της κάθε “πίστας” είναι μια ευχάριστη προσθήκη, που προσθέτει επιπλέον κίνητρο για μάζεμα προαιρετικών και γενικώς replayability. Άρα αντικειμενικά μιλώντας, θα περιοριστούμε να πούμε, πως ως προς το game loop το παιχνίδι αποτελεί απλώς …άλλο φρούτο σε σχέση με την παραδοσιακή συνταγή, με τις διαφορές να ορίζουν θετικά και αρνητικά, ανάλογα με την οπτική και τα γούστα αυτού που το παίζει.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο της κληρονομιάς του, που αφήνει μόνο πικρή γεύση. Βλέπετε όπως είπαμε το 3DS ήταν μια ειδική συσκευή με μικρές οθόνες, μικρή ανάλυση και μικρό μοχλό. Αυτά ώθησαν τους σχεδιαστές (σοφά μάλλον) να υιοθετήσουν μια κάμερα πολύ κοντά στον Luigi για να υπάρχει αρκετή λεπτομέρεια και ταυτόχρονα αργή κίνηση ώστε ο παίκτης να μη ζαλίζεται από το πολύ πέρα δώθε (ας μη ξεχνάμε και το 3D εφέ). Επειδή μάλιστα η στάνταρ κίνηση του Luigi ήταν τόσο αργή που κούραζε ακόμα και στην απλή εξερεύνηση, πρόσθεσαν την πατέντα του πλήκτρου “Β” το οποίο διπλασίαζε χονδρικά την ταχύτητα κίνησης του ήρωα. Στο 3DS όλο αυτό λειτούργησε, αν και για να λέμε την αλήθεια ακόμα θυμόμαστε πως στο review του μας είχε στοιχειώσει, επισημαίνοντας το ως το μόνο αρνητικό, μιας πρόσθετε αχρείαστη πολυπλοκότητα σε ένα παιχνίδι με σύνθετους χειρισμούς έτσι και αλλιώς. Στην σύγχρονη πραγματικότητα όμως των NSW και LM2 HD, όλα αυτά δεν έχουν καν ιδιαίτερο νόημα. Έτσι μένουμε απλώς με μια άβολη κάμερα και μια ενοχλητικά αργή κίνηση, που μπορεί γίνει γρήγορη (ίσως πιο γρήγορη από όσο πρέπει) κρατώντας συνεχώς πατημένο κάποιο πλήκτρο! Όλα αυτά το κάνουν να φαίνεται κάπως “βαρύ” στην απόκριση πράγμα που δεν έχει σχέση με τεχνικά και fps, αλλά μόνο με σχεδιαστικές επιλογές μιας άλλης εποχής. Ειδικά δίπλα στο LM3 αυτό είναι κάτι που φαίνεται πολύ…
Τέλος όπως και στο πρωτότυπο, υπάρχει και ένα σχετικά απλό coop multiplayer mode. Μπορούν να συμμετάσχουν μέχρι τέσσερις παίκτες, οι οποίοι συνεργαζόμενοι οφείλουν να φέρουν σε πέρας κάποια κοινή αποστολή. Το mode έχει την πλάκα του, αφού απαιτεί συννενόηση από τους συμμετέχοντες σε μια αρκετά τρελή κατάσταση που συνήθως δημιουργείται. Πρόκειται για μια σίγουρα διασκεδαστική προσθήκη ικανή για επιπλέον ποικιλία και διασκέδαση, αλλά είναι σχετικά περιορισμένη ως προς το περιεχόμενο.
Συνολικά το παιχνίδι σίγουρα δεν είναι κακό. Το αντίθετο. Διαθέτει αρετές που στην πρώτη του κυκλοφορία, το έκαναν να ξεχωρίσει και είναι σίγουρο πως ακόμη και σήμερα παίζεται πολύ ευχάριστα και έχει πράγματα να δώσει, ακόμα και τόσα χρόνια αργότερα. Πράγμα αν μη τι άλλο εντυπωσιακό. Έχει όμως δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο το αναλύσαμε από την εισαγωγή ακόμα. Το πρωτότυπο ήταν ένα παιχνίδι φτιαγμένο για το 3DS και η σχετικά μικρή επένδυση της Tantalus, δεν βοήθησε ώστε η μετάβαση στο σήμερα να είναι ομαλή. Το δεύτερο (συνέπεια του πρώτου, αλλά όχι μόνο) είναι πως το παιχνίδι δυσκολεύεται πολύ να βρει το κοινό του. Αν κάποιος θέλει να δοκιμάσει τα Luigi’s Mansion, υπάρχει το LM3 το οποίο είναι πολύ πιο πλήρες και κατάλληλο για αυτό. Αν κάποιος από την άλλη έπαιξε το LM3 και θέλει κι άλλο, ενδέχεται να απογοητευτεί αφού αν και στον πυρήνα του είναι μια χαρά, σε πολλά άλλα αποτελεί ένα καλό βήμα προς τα πίσω. Πάνω σε όλα αυτά έρχεται και η τιμολογιακή πολιτική η οποία πραγματικά δείχνει ακατανόητη. Δεν μπορεί ας πούμε, το εξαιρετικό remake του Metroid Prime να κοστολογείται στα 40€ και το LM2 HD στα 60€. Δεν βγάζει καν νόημα.
Χμμ…
Αν μπορείτε να παραβλέψετε τα αρνητικά του, θα περάσετε πολύ καλά γιατί στο DNA του είναι εξαιρετικό και μπορεί να προσφέρει άφθονη διασκέδαση. Αν όχι μπορείτε απλώς να περιμένετε κάποια έκπτωση, καθότι όπως παρέχεται αυτή τη στιγμή, απευθύνεται μόνο στους ανυπόμονους, στους συλλέκτες και τους φανατικούς του franchise.