Nintendo Switch Reviews

[Review] Another Code: Recollection

[Review] Another Code: Recollection
vassilis_pap
Latest posts by vassilis_pap (see all)

Το Another Code προέρχονται από μια άλλη εποχή! Μια εποχή στην οποία η Nintendo έκανε μεγάλα ανοίγματα, με τον καινοτόμο σχεδιασμό των κόνσολών της και τα νέα franchise που ξέφευγαν από τα τετριμμένα και αγκάλιαζαν ένα ευρύτερο κοινό που λοξοκοιτούσε προς το gaming. Μια εποχή που δεν υπήρχαν tablets και τα κινητά ήταν απλώς …τηλέφωνα! Τότε είδαμε να ανθίζουν παιχνίδια όπως τα Brain Age, Layton, Ace Attorney, Hotel Dusk, 999, παιχνίδια που έδιναν έμφαση στους γρίφους την ιστορία, και την εξερεύνηση. Στην συνολική εμπειρία δηλαδή και την εγκεφαλική εγρήγορση και όχι τα αντανακλαστικά. Ήταν μια εποχή που έφερνε μια δροσερή πνοή φρέσκου αέρα για τους παλιούς αλλά ταυτόχρονα και ένα προσιτό σημείο εισόδου στον κόσμο μας, για τους αμύητους.

Το πρώτο παιχνίδι με τον τίτλο Another Code: Two Memories γεννήθηκε το 2005 στην αρχή της ζωής του DS και ήταν σίγουρα από τους πρωτοπόρους. Ένα ιδιότυπο υβρίδιο visual novel και point and click adventure από άποψη μηχανισμών, που πάνω από όλα είχε στόχο να διηγηθεί μια ιστορία. Ένα παραμύθι αν θέλετε. Πνευματικό τέκνο της ταλαντούχας Ιαπωνικής CiNG (Hotel Dusk: Room 215, Little King Story/Wii κλπ) κατάφερε να κάνει αίσθηση και να δημιουργήσει το δικό του κοινό. Η συνέχεια ήταν φυσικό επακόλουθο και ήρθε το 2009 στο Wii με τον πλήρη τίτλο Another Code – R: A Journey into Lost Memories λίγο πριν η CiNG μας αποχαιρετήσει οριστικά λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Τα δύο αυτά παιχνίδια ήταν απόλυτα σχετιζόμενα, μοιραζόμενα σύμπαν και πρωταγωνιστές με το δεύτερο να αποτελεί φυσική συνέχεια του πρώτου (χρονολογικά τοποθετείται δύο χρόνια μετά). Είχαν κάποιες διαφορές με βασικότερη τον τρόπο που απεικόνιζαν την δράση, αλλά η εμπειρία παρέμενε παρόμοια. Η ανακοίνωση πέρσι ενός πλήρους remake που θα περιλάμβανε και τα δύο κεφάλαια της σειράς ήταν σίγουρα μια ευχάριστη έκπληξη, για τους οπαδούς και όσους παίζουν τέτοια παιχνίδια γενικά. Ο developer δεν υπήρχε  πια, αλλά η τρελή επιτυχία του NSW και η ανάγκη του για καινούργιους τίτλους σε αυτή την τόσο προχωρημένη φάση της ζωής του, φαίνεται να έκανε το θαύμα της.

Και εγένετο Another Code: Recollection

Από την πρώτη μόλις επαφή με το παιχνίδι, καταλαβαίνεις πως ο στόχος δεν ήταν ένα τυπικό remaster/remake, αλλά κάτι αρκετά παραπάνω από αυτό. Δεν θα χρειαστούν παρά ελάχιστες στιγμές gameplay για να καταλάβεις, πως το παιχνίδι αντιμετωπίζει το πρωτότυπο υλικό, με έναν αρκετά ελεύθερο τρόπο. Οι δημιουργοί φαίνεται να μάζεψαν ότι υπήρχε, κάποια από αυτά κρατήθηκαν, κάποια πετάχτηκαν και τελικά βγήκε ένα “καινούργιο” παιχνίδι, ενοποιημένο σε σημαντικό βαθμό! Μικρή παρενέργεια αυτού είναι πως δεν δίνεται η δυνατότητα να παίξεις απευθείας το δεύτερο παιχνίδι, αφού αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν δεύτερο κεφάλαιο. Ειλικρινά όμως και με δεδομένη την δουλειά που έχει γίνει δεν μπορούμε να φανταστούμε πολλές καταστάσεις όπου αυτό θα ήταν χρήσιμο, συνεπώς όλα καλά.

Οι διαφορές σε σχέση με τα πρωτότυπα ξεκινάνε από μικρά επουσιώδη πράγματα εικαστικής φύσεως, (πχ η συνοδευτική συσκευή της πρωταγωνίστριας δεν μοιάζει πια με NDS αλλά με NSW!) μέχρι πολύ βασικότερα. Η βασική πλοκή στο πρώτο «κεφάλαιο» διατηρείται κατά βάση αυτούσια (έχουμε απλώς μια μικρή απλούστευση στο φινάλε), αλλά στο δεύτερο η ολιστική αντιμετώπιση του τίτλου επέβαλε αρκετές διαφορές. Σημαντικότατες είναι οι διαφορές που αφορούν την παρουσίαση. Τα cut scenes είναι περισσότερα και πολλές τάξεις μεγέθους αρτιότερα, υπάρχει μπόλικο voice over πολύ καλής ποιότητας, σε δύο γλώσσες μάλιστα (Αγγλικά, Ιαπωνικά), η μουσική είναι πιο πολλή και με διαφορετική ενορχήστρωση και πολλά άλλα. Η μέγιστη αλλαγή όμως είναι η υιοθέτηση μιας τρισδιάστατης απεικόνισης, ριζικά διαφορετικής από τα παλιά παιχνίδια (απλή κάτοψη στον πρώτο και 2.5D για το δεύτερο) πράγμα που επέβαλλε και διαφορετικούς γρίφους.

Και κάπου εδώ προκύπτει η εύλογη ανησυχία για το κατά πόσο το τελικό αποτέλεσμα είναι πιστό στο αρχικό όραμα των δημιουργών. Η σύντομη απάντηση για αυτό, είναι πως η ενθαρρυντική  εμφάνιση ενός άτυπου reunion αρκετών συντελεστών της CiNG δίπλα σε αυτά της Arc System Works στα credits, επιβεβαιώνει τις ελπίδες και το τελικό αποτέλεσμα, παρά τα πολλαπλά …λίφτινγκ καταφέρνει να διατηρήσει και να ενισχύσει το άρωμα του πρωτότυπου.

Πρωταγωνιστικός χαρακτήρας είναι η Ashley Mizuki Robbins ένα ορφανό κορίτσι 14 ετών  που μεγαλώνει με την θεία του Jessica Robbins, μικρότερη αδερφή του πατέρα της. Οι δύο της γονείς Richard και Sayoko ήταν επιστήμονες που ασχολούνταν με τον ανθρώπινο εγκέφαλο αλλά χάθηκαν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες πριν από έντεκα χρόνια. Η Ashley φέρεται να έχει κάποια τραυματική εμπειρία από το γεγονός, ωστόσο οι λίγες σκόρπιες αναμνήσεις που της έχουν απομείνει, είναι πολύ θολές για να βγάλουν κάποιο νόημα. Η ήρεμη ζωή της διαταράσσεται όταν δύο μέρες πριν τα 14α γενέθλια της λαμβάνει ένα μυστηριώδες δέμα που περιέχει μια περίεργη συσκευή το λεγόμενο DAS (αυτό που μοιάζει με το Switch!) με απροσδιόριστη λειτουργικότητα. Το πιο εξωφρενικό όμως είναι η ευχετήρια κάρτα που τη συνοδεύει, στην οποία ο πατέρα της την καλεί στο νησάκι Blood Edward για να γιορτάσουν μαζί τα γενέθλιά της!

Η ιστορία μας ξεκινάει λοιπόν, με την Ashley εν πλω στο δρόμο για το νησί, περιτριγυρισμένη από μια …θάλασσα συναισθημάτων την οποία αδυνατεί να ελέγξει. Σε αντίθεση με την θεία της που είναι απλώς συνεπαρμένη που θα ξαναδεί τον αγαπημένο της αδερφό, αυτή νιώθει πολλά παραπάνω. Θλίψη, χαρά, οργή, απορία και πολλά άλλα στροβιλίζονται μέσα της και δεν της επιτρέπουν να ρωτήσει βασικά πράγματα όπως πχ τι είναι το νησί που πηγαίνουν! Δυστυχώς όπως συνήθως συμβαίνει συχνά στη ζωή όταν αγνοείς την πραγματικότητα τότε η τελευταία έρχεται να στο θυμίσει, ενίοτε με οδυνηρό τρόπο. Έτσι και αφού το σκάφος που τις πήγε είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής με την συμφωνία να γυρίσει το απόγευμα, τα πράγματα θα στραβώσουν επικίνδυνα. Η Ashley όχι μόνο δεν θα βρει τον πατέρα της αλλά θα χάσει και την θεία της η οποία φαίνεται να απήχθη από κάποιον με μάλλον βιαίο τρόπο! Το νησί μοιάζει εγκαταλειμμένο από καιρό και εκπέμπει μια κρύα αίσθηση ερημιάς στα όρια του στοιχειωμένου!

Ένας απροσδόκητος φίλος και σύμμαχος που θα προκύψει από το πουθενά, σαν από μηχανής θεός, μαζί με την συσκευή του πατέρα της και το τσαγανό του χαρακτήρα της, θα την βοηθήσουν να βγάλει την άκρη και να φτάσει στο τέλος αυτού του παράξενου ταξιδιού. Ένα ταξίδι που αποδεικνύεται για δύο, και που τελικά θα βάλει σε τάξη το παρελθόν, τις πάσης φύσεως αναμνήσεις και μέσα από όλα αυτά, θα καθορίσει το μέλλον των πρωταγωνιστών.

Στο δεύτερο κεφάλαιο η μικρή Ashley έχει μεγαλώσει κατά δύο χρόνια και ο χαρακτήρας της έχει μεταβληθεί ανάλογα, αφού αναμενόμενα θυμίζει περισσότερο οργισμένη έφηβο, παρά παιδί. Δεν μπορούμε να πούμε πολλά για την πλοκή του δεύτερου χωρίς να «σποϊλάρουμε» πολύ το πρώτο, ας κρατήσουμε απλώς πως διαδραματίζεται σε εντελώς διαφορετικό χώρο και με μπόλικους νέους χαρακτήρες.

Η ιστορία είναι καλογραμμένη και διαθέτει την πλοκή και το ενδιαφέρον που θα σας κρατήσουν στην κονσόλα σας, μόνο και μόνο για να δείτε «τι γίνεται παρακάτω». Υποστηρίζεται από μία εξαιρετικού επιπέδου αφήγηση η οποία είναι φοβερά στρωτή, πράγμα δυστυχώς σπάνιο για το μέσο των παιχνιδιών. Αν η ιστορία ήταν και κάπως λιγότερο προβλέψιμη, το παιχνίδι θα ήταν πραγματικά άριστο, αλλά και έτσι είναι σίγουρα εξαιρετικό. Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε, πως συνολικά είναι κάπως «εφηβικό» στο όλο στήσιμό του και αποφεύγει συνειδητά, κατά την ταπεινή μας άποψη, πολυπλοκότητες που διαθέτουν οι περισσότερο ενήλικοι τίτλοι.  Έτσι οι χαρακτήρες είναι κάπως απλοϊκοί χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να γίνονται χάρτινοι ή στερεοτυπικοί. Εξυπηρετούν την αφήγηση αλλά μη περιμένετε βάθος και πολύ ψαγμένα νοήματα. Στην τελική μιλάμε απλώς για την ιστορία ενός νεαρού κοριτσιού που προσπαθεί να βρει τον μπαμπά της! Λογικό λοιπόν ο κόσμος να απεικονίζεται μέσα από τα αρκετά …άγουρα ακόμα μάτια της.

Απόλυτα συνεπής με τα παραπάνω είναι και η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού. Αν και όπως είδαμε το setting δίνει άπειρες πάσες για αυτό, το παιχνίδι αποφεύγει επίμονα να γύρει προς την κατεύθυνση του θρίλερ ή του παιχνιδιού επιβίωσης. Επιπλέον δεν υπάρχει θάνατος ή “Game Over” πράγμα που προωθεί μια πιο χαλαρή εμπειρία. Το μυστήριο υπάρχει φυσικά, αλλά είναι ήπιο και καθόλου αγχωτικό. Η έμφαση πέφτει στο συναίσθημα και εκεί είναι που διαπρέπει. Γενικά είναι από τα παιχνίδια τα οποία εύκολα θα φέρουν δάκρυα, ειδικά προς το τέλος των δύο αυτόνομων ιστοριών συνεπώς οπλιστείτε με τα απαραίτητα εφόδια (χαρτομάντηλα κλπ).

Η μουσική βασίζεται κυρίως σε φυσικά όργανα με απαλές μελωδίες και γενικά ήπιους minimal τόνους. Οι δημιουργοί προτίμησαν ένα διακριτικό ρόλο για αυτή, με απλές ενορχηστρώσεις και χαμηλή ένταση αφού φαίνεται πως ο στόχος ήταν να …καταλαγιάσει τα πάθη και όχι να τα εξάψει! Δεν θα συγκλονίσει αλλά υπάρχει εκεί που πρέπει ως χαλί για να δώσει τον χαρακτήρα που χρειάζεται. Τα γραφικά εικαστικά είναι πανέμορφα, υιοθετώντας πανέξυπνα μια αισθητική κόμικ που ταιριάζει στην φύση του παιχνιδιού. Μας άρεσαν πάρα πολύ τα cut scenes, με τα «κουτάκια» των καρέ και τα «συννεφάκια» των διαλόγων. Τεχνικά δεν είναι κάτι ιδιαίτερο με το 3D περιβάλλον να αναπαρίσταται πειστικά χωρίς εμφανή προβλήματα. Συνολικά δεν θα λέγαμε σε καμιά περίπτωση πως πρόκειται για έναν ΑΑΑ τίτλο από άποψη παραγωγής, αλλά τα πολλά και όμορφα cut scenes σε συνδυασμό με τα voice over και τα λειτουργικά 3D γραφικά δεν αφήνουν παράπονα.   

Adventure, visual novel ή κάτι άλλο;

Εξετάζοντας το παιχνίδι και σαν …παιχνίδι το πρώτο πράγμα που τραβάει το βλέμμα είναι το πόσο διαφορετική εμπειρία προσφέρει λόγω της τρισδιάστατης απεικόνισης. Πρόκειται για μια τυπική αναπαράσταση τρίτου προσώπου με την κάμερα να βρίσκεται μονίμως «πάνω από τον ώμο» της πρωταγωνίστριας. Η πρώτη εντύπωση βέβαια οφείλουμε να πούμε πως ήταν σχεδόν αποκαρδιωτική μιας και για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο αποφασίστηκε η ταχύτητα περιστροφής με τον αναλογικό να είναι …βασανιστικά αργή στα όρια του σαδισμού. Ευτυχώς αυτό διορθώθηκε από τις ρυθμίσεις εύκολα και γρήγορα και η καρδιά μας πήγε στη θέση της, αφήνοντας μας μόνο ένα μικρό παράπονο, σχετικά με την απόσταση της κάμερας από την πρωταγωνίστρια την οποία βρήκαμε λίγο πιο κοντινή από όσο θα θέλαμε, πράγμα που περιορίζει κάπως το οπτικό πεδίο. Συνηθίζεται γρήγορα πάντως, οπότε μια χαρά.

Από άποψη μηχανισμών, το παιχνίδι παίζεται περισσότερο σαν ένα κανονικό 3D adventure, παρά σαν κάποιο παλαιομοδίτικο point and click. Υπάρχουν βέβαια ακόμη αρκετά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των τελευταίων. Το inventory, η χρήση αντικειμένων σε σημεία ενδιαφέροντος, τα puzzle λογικής, οι διάλογοι με τις προκατασκευασμένες επιλογές, αλλά και οι γνωστές οθόνες στις οποίες η κάμερα ζουμάρει και εξετάζουμε ενδελεχώς για αντικείμενα. Όλα τα παραπάνω όμως έχουν «χωθεί» προσεκτικά και με απολύτως οργανικό τρόπο μέσα στην 3D περιπλάνηση στον χώρο ώστε το παιχνίδι να θυμίζει σημερινό παιχνίδι και όχι παιχνίδι των 90ies. Επιπλέον και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, έχει πέσει μπόλικη δουλειά ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των παραδοσιακών adventure. «Τρελοί» γρίφοι, trial and error καταστάσεις, άπειρα αντικείμενα με παλαβές χρήσεις, pixel hunting και συλλογή αντικειμένων χωρίς αύριο και άλλα τέτοια διαβόητα που μπορεί να ξέρετε από αλλού, εδώ είναι πρακτικά ανύπαρκτα.

Σημαντικότερο όλων, είναι πως το παιχνίδι καταφέρνει να αντιμετωπίσει το καίριο πρόβλημα του ρυθμού. Δεν θα νιώσετε σχεδόν ποτέ πως περιφέρεστε κάπου, χωρίς να ξέρετε τι πρέπει να κάνετε και πως. Πράγμα που σκοτώνει τον ρυθμό και καταστρέφει την δυνατότητα να σε βυθίσει στον κόσμο του. Τα πολλά cut scenes που προωθούν την αφήγηση αλλά κυρίως το προσεκτικό στήσιμο του, ώστε να πηγαίνεις ένα βήμα παρακάτω την φορά, πετυχαίνουν αυτό που ελάχιστα adventure games έχουν καταφέρει. Σύμφωνοι, το παιχνίδι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο και φυσικά είναι άκρως γραμμικό με διακριτή αρχή, μέση και τέλος. Από την άλλη όμως κυλάει «νερό» και καταφέρνει να σε ρουφήξει στην ιστορία και τον κόσμο του.

Βοηθάει σε αυτό και η έξυπνη ενσωμάτωση QoL μηχανισμών. Ψάχνοντας τις ρυθμίσεις, θα βρούμε μια σειρά βοηθημάτων τα οποία ενεργοποιούνται κατά επιλογή. Αν τα βάλετε όλα στο ”on” το παιχνίδι στην ουσία πηγαίνει στον αυτόματο χωρίς άγχος και κούραση. Υπερβολικό να παιχθεί έτσι ολόκληρο, ωστόσο οι επιλογές παραμένουν χρήσιμες, αφού στις 2-3 φορές που κολλήσαμε και δεν θέλαμε να φάμε την μέρα μας ψάχνοντας, μας έδωσαν την λύση.

Οι γρίφοι του είναι απόλυτα λογικοί, σχετικά βατοί από άποψη δυσκολίας τις λίγες φορές που δυσκολευτήκαμε, ήταν από δικιά μας αβλεψία και όχι από κάτι που δεν «έστεκε». Είναι σχετικά λίγοι και καθώς το πρώτο πλάνο εστιάζει στην αφήγηση, καταλήγουν σε πιο υποστηρικτικό ρόλο, λειτουργώντας περισσότερο ως απλό κίνητρο για να δείτε τι έχει παρακάτω. Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε όμως και σε κάποιους, ελάχιστους ευτυχώς (στο πρώτο παιχνίδι μετρήσαμε δύο όλους και όλους), οι οποίοι λύνονται με την χρήση κακών motion controls. Ειδικά ο πρώτος που βρίσκεται στην αρχή και περιλαμβάνεται και στο demo (!) είναι τόσο άσχημα υλοποιημένος που ενώ είχαμε καταλάβει τι πρέπει να γίνει, παλεύαμε με τον χειρισμό ώστε να το πετύχουμε! Εντυπωσιακά κακή ιδέα να προωθήσουν το παιχνίδι έτσι, που ευτυχώς έμεινε εκεί και δεν άφησε μεγαλύτερο στίγμα στον τίτλο.

Κάνοντας την …σούμα

Το παιχνίδι δεν είναι τέλειο και έχουμε επισημάνει ήδη τις στραβοτιμονιές του. Η κάμερα του έχει κάποια θεματάκια, οι ιστορίες του είναι λίγο προβλέψιμες, οι γρίφοι με τα motion controls απλά δεν έπρεπε να υπάρχουν και το επίπεδο παραγωγής ίσως να μην δικαιολογεί στο 100% την σχεδόν πλήρη τιμή του.

Από την άλλη όμως κάνει τόσα πράγματα σωστά, που θα ήταν λάθος να μην σταθούμε, ειδικά όταν αυτά είναι και τα σημαντικότερα. Παίρνει δύο παλιούς retro τίτλους και τους μετασχηματίζει με μία σπάνια, εκ θεμελίων ανακατασκευή, σε ένα σύγχρονο και ενιαίο παιχνίδι. Xωρίς να θυσιάσει τον χαρακτήρα του πρωτότυπου και τον σεβασμό του σε αυτό. Έχει μια στιβαρή αφήγηση με τόνους από συναίσθημα, η οποία σε κρατάει στα χειριστήρια χωρίς να βαριέσαι ή να κουράζεσαι με ατελείωτα κατεβατά κειμένων. Τέλος και πάνω από όλα, καταφέρνει να δημιουργήσει μια αυθεντική adventure εμπειρία, έχοντας βρει απόλυτα λειτουργικές λύσεις που στηρίζουν το οικοδόμημα, σε όλα τα βασικά προβλήματα που βασάνισαν το είδος διαχρονικά.

Στο τέλος της ημέρας και κοιτώντας την μεγάλη εικόνα, καταφέρνει να πετύχει τους διακηρυγμένους στόχους του, που είναι να διηγηθεί με ευχάριστο τρόπο μία συγκινητική ιστορία (άντε δύο!) και μάλιστα εντυπωσιακά καλά. Και όπως το βλέπουμε εμείς αυτό είναι που μετράει ή που θα έπρεπε να μετράει περισσότερο.

Τέλος θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά την CD Media για την ευγενική και έγκαιρη παραχώρηση κωδικού για τις ανάγκες του παρόντος review!

Μας άρεσε!

Αν ψάχνετε μια όμορφη, χαλαρωτική, feel good εμπειρία για να παίξετε με τον/την σύντροφο σας ή μόνοι το βράδυ στο κρεβάτι σας μετά από μια δύσκολη μέρα στην δουλειά και ταυτόχρονα το κάπως παιδικό – εφηβικό setting δεν σας αποθαρρύνει, τότε το προτείνουμε ανεπιφύλακτα. Δεν είναι τεράστιο αλλά τις 15 ώρες τις φτάνετε άνετα και έτσι τα 50 ευρώ που ζητάει δικαιολογούνται πιο εύκολα. Αν πάλι ψάχνετε για κάτι που να έχει μια πρόκληση παραπάνω, μια «ενήλικη» ιστορία (ότι και να σημαίνει αυτό) ή έστω κάτι που να περιέχει ένταση ή/και δράση, τότε κοιτάξτε αλλού. Δεν είναι όλα για όλους και αυτό δεν είναι καθόλου κακό.   

8
Συνολική βαθμοιλογία:
8

Αφήστε μια απάντηση