- [REVIEW] Emio – The Smiling Man: Famicom Detective Club - 21 Οκτωβρίου 2024
- Luigi’s Mansion 2 HD [Switch Review] - 23 Ιουλίου 2024
- [Switch Review] Paper Mario: The Thousand Years Door - 11 Ιουνίου 2024
Old Fashioned Way
”Έχω μια αποστολή για σένα, που θα ήθελα να ολοκληρώσεις, για λογαριασμό του κυρίου μου.
Λίγο πέρα από την ακτή της ηπειρωτικής χώρας, υπάρχει ένα μικρό νησί και στο νησάκι αυτό, υπάρχει ένα μικρό χωριό.
Στο χωριό αυτό, είναι ένα νέο κορίτσι, που θα κλείσει φέτος, τα 18 του χρόνια.
Η αποστολή σου Endir…
…είναι να τη σκοτώσεις”
Με αυτόν τον τρόπο επιλέγει το παιχνίδι να σε βάλει στον κόσμο του. Κυνικός και σκληρός είναι η αλήθεια. Απόλυτα ταιριαστός όμως, για έναν κόσμο ο οποίος έχει χάσει από καιρό την αθωότητά του. Ένας κόσμος που δεν έχει παραμυθένια σκηνικά και ειδυλλιακά τοπία, αλλά μια μόνιμα χιονισμένη, κρύα γη, η οποία υποφέρει από ορδές τεράτων που τη καταδυναστεύουν.
Σε αυτό το μουντό και γκρίζο σκηνικό οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι και απλά κάνουν αυτό που πρέπει για να επιβιώσουν. Και όπως όλοι ξέρουν, η επιβίωση ποτέ δεν ήτανε φθηνή σε τόσο δύσκολες συνθήκες. Μέρος λοιπόν των υποχρεώσεων τους είναι, να θυσιάζουν ένα νεαρό κορίτσι ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Με τρόπο αυτό, εξασφαλίζουν μια μικρή ανακούφιση από τις επιδρομές. Οι οποίες έχουν την τάση, να χειροτερεύουν όσο περνάει ο καιρός.
Τελευταία «εκλεκτή» σε αυτή την μακάβρια αλυσίδα θυσιών, είναι η Setsuna (ποια άλλη;). Μια ευγενική και απόλυτα ανιδιοτελής κοπέλα 18 χρονών, περίπου. Ο παίκτης ξεκινάει το παιχνίδι ελέγχοντας τον Endir, έναν ικανό πολεμιστή που εξασκεί το …τίμιο επάγγελμα του μισθοφόρου. Η στιχομυθία που παραθέσαμε παραπάνω, λαμβάνει χώρα, όταν ο Endir έχοντας μόλις τελειώσει κάποια προηγούμενη «δουλειά» του (στην ουσία το πρώτο κομμάτι από το tutorial), προσλαμβάνεται από έναν περίεργο τύπο, που εμφανίζεται από το πουθενά!
Πολύ σύντομα θα καταλάβει πως η κοπέλα στην οποία αναφερόταν ο εργοδότης του, δεν είναι άλλη, από αυτήν που κουβαλάει στους ώμους της, το βαρύ φορτίο της θυσίας (την Setsuna ντε!). Αυτό το παράδοξο και αντιφατικό εγχείρημα, η δολοφονία δηλαδή μιας …μελλοθάνατης, θα γίνει τελικά η αφορμή της γνωριμίας τους. Μια γνωριμία η οποία θα αποδειχθεί πολύ σημαντικότερη, από όσο υπολόγιζε ο Endir στην αρχή. Το ταξίδι μόλις ξεκινάει. Για όλους! Θα είναι μακρινό και δύσκολο. Στο τέλος του όμως, τίποτα δεν θα μείνει το ίδιο.
Με τον τίτλο αυτό διάλεξε η Square Enix να μας συστήσει το καινούργιο της studio, Tokyo RPG Factory. Πρόκειται για ένα μικρό studio που δημιουργήθηκε το 2015, με κύρια αποστολή του, να δημιουργεί παιχνίδια RPG στα πρότυπα των κλασικών τίτλων των 90ies. Αν και φιγουράρει περήφανα στη launch βιβλιοθήκη του Switch δεν είναι αποκλειστικός. Κυκλοφόρησε πρώτη φορά πέρσι στην Ιαπωνία για PS4 και PS Vita, ενώ λίγο αργότερα, ακολούθησε και η έκδοση του σε PC/Steam. Στην Δύση έφτασαν μόνο οι PS4/PC εκδόσεις, αφού αυτήν του PSV κάπου …την χάσαμε στον δρόμο.
Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, καλό είναι, να ξεκαθαρίσουμε δυο πράγματα. Πως πρόκειται δηλαδή, για έναν small budget τίτλο. Και πως όπως δηλώνουν και οι «προγραμματικές δηλώσεις» του studio, δεν επιδιώκει καινοτομίες και φρέσκες ιδέες. Αντίθετα, όπως θα δούμε αναλυτικά, είναι ένας συνειδητός και επιτηδευμένος φόρος τιμής στο genre και στους παλαιότερους μεγάλους τίτλους που σημάδεψαν την πορεία του. Αν λοιπόν ψάχνετε το επόμενο BotW ή έστω για κάτι φρέσκο και εναλλακτικό, τότε προσπεράστε χωρίς τύψεις. Αν αντίθετα βρίσκετε ενδιαφέρουσα την ιδέα, να παίξετε ένα σύγχρονο παιχνίδι, που πατά στέρεα στις βάσεις των Chrono Triger, FFIV κλπ με άπειρες αναφορές σε παλιότερα παιχνίδια (σε σενάριο, χαρακτήρες, μηχανισμούς κλπ), τότε συνεχίστε. Υπάρχει …ψωμί.
Από τις πρώτες οθόνες ακόμα, είναι καθαρό πως μιλάμε για ένα παιχνίδι με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και προσεγμένη παρουσίαση τουλάχιστον από καλλιτεχνικής απόψεως. Τα γραφικά του τα καταφέρνουν πολύ καλά σε αυτό. Από τεχνικής απόψεως όμως μην περιμένετε θαύματα αφού ο τίτλος είναι αρκετά στοιχειώδης. Η κάμερα είναι σταθερή και βλέπουμε τα πάντα από ψηλά και πίσω. Το παραπάνω στην πράξη καταφέρνει να δώσει μια ψευδό-2D αίσθηση, σαφής αναφορά στα παιχνίδια των 90ies. Παρόλα αυτά, η τοποθέτησή της είναι αρκετά κοντινή, με αποτέλεσμα να καλύπτει μικρό μέρος του κόσμου. Πράγμα που δείχνει πως το παιχνίδι έχει σχεδιαστεί με τις φορητές κονσόλες στο μυαλό. Φαίνεται πως η κληρονομιά της PSV έκδοσης, έχει βάλει το χέρι της στο κομμάτι αυτό. Φυσικά για την περίπτωση του Switch αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό! Απλώς αν σκέφτεστε να παίξετε τον τίτλο σε TV, οι πιθανότητες είναι πως θα το προσέξετε και ίσως σας ενοχλήσει.
Τα τοπία αποδίδονται υπέροχα και πραγματικά σε αυτό το κομμάτι ο τίτλος λάμπει. Η μουντή χιονισμένη ύπαιθρος με τους σκοτεινούς μελαγχολικούς τόνους της, προσθέτει πάρα πολλά σε ατμόσφαιρα και αισθητική. Τα dungeons επίσης, δεν είναι άσχημα. Δυστυχώς όμως η low budget φύση του, προδίδεται από κάποια πράγματα. Τεχνικά ο τίτλος είναι πολύ απλός ενώ κάποιοι εσωτερικοί χώροι θυμίζουν παλιές κονσόλες (με την κακή έννοια). Επίσης υπάρχει αρκετά μεγάλη ανακύκλωση στοιχείων πράγμα που φυσικά ενοχλεί. Θετική εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως έχουν προσεχθεί διάφορες λεπτομέρειες που προσθέτουν ρεαλισμό. Οι πατημασιές που αφήνουν οι χαρακτήρες στο χιόνι, οι νιφάδες που διακρίνονται να πέφτουν, οι χιονοστιβάδες που ξεφεύγουν από ψηλά σημεία (δέντρα, σπίτια κλπ) και άλλα πολλά, ταξιδεύουν το μάτι του παίκτη.
Το παιχνίδι είναι γραμμένο στην Unity engine και το Switch port αν και πρώιμο είναι απροβλημάτιστο. Είναι στην ουσία πανομοιότυπο με την PS4 έκδοση, στα 1080p (σε TV Mode). Μόνη παραχώρηση, το ότι εδώ έχουμε 30fps σε αντίθεση με τα 60 στο PS4. Μικρό το κακό.
Η μουσική επένδυση, μου άφησε μια γλυκόπικρη αίσθηση. Σαν ιδέα είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα και αν μη τι άλλο, απόλυτα ταιριαστή με την ιδιαίτερη συναισθηματική φύση του τίτλου. Ο Randy Kerber ένα βαρύ όνομα, με πλούσιο βιογραφικό στον κινηματογράφο (Forrest Gump, Titanic κλπ) αναλαμβάνει να εκτελέσει τη μουσική του Tomoki Miyoshi (Soul Calibur V), σχεδόν αποκλειστικά, σόλο στο πιάνο. Τα αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερο και όταν δουλεύει, προσθέτει πολλά στην ατμόσφαιρα δίνοντας δυνατά αποτελέσματα, υψηλής αισθητικής. Δυστυχώς όμως ένα RPG παιχνίδι, έχει πολλές ώρες gameplay, αρκετές από τις οποίες είναι «νεκρές» (εξερεύνηση, grinding κλπ). Εκεί λοιπόν έπιασα αρκετές φορές τον εαυτό μου, να δυσανασχετεί με την υπόκρουση, οι οποία μου έφερνε, σε κάτι από …piano bar! Εκτιμώ πως ένα ελάχιστα πιο πλήρες soundtrack με minimal ενορχήστρωση και κάποιους ambient ήχους θα ήταν το ιδανικό. Σε φωνές και cut scenes τέλος, τα πράγματα είναι εξίσου λιτά και απέριττα.
Το σενάριο όπως ήδη έχουμε πει είναι ενδιαφέρον και προσωπικά με τράβηξε ώστε να παίξω το παιχνίδι. Αυτονόητα η ανάπτυξη των χαρακτήρων κατέχει σημαντικότατο ρόλο σε αυτό. Εδώ το παιχνίδι έχει δεχθεί και την μεγαλύτερη κριτική από τον διεθνή τύπο, άδικα όμως σε μεγάλο βαθμό κατά την γνώμη μου. Πράγματι οι χαρακτήρες είναι, όπως συχνά τονίζεται, αρχετυπικοί. Στα όρια του κλισέ, επαυξάνω εγώ! Ο Endir είναι o ψυχρός κορυφαίος πολεμιστής με ιδιότητες tank και αντοχή στο «ξύλο», η Setsuna η καλή healer, η Aeterna η αφοσιωμένη στο καθήκον μαχήτρια κλπ κλπ.
Τι άλλο όμως θα μπορούσε να περιμένει κάποιος, από ένα τίτλο που από την πρώτη στιγμή φωνάζει ότι βασίζεται στο concept «νοσταλγικό RPG των 90ies”; Μοναδική ένσταση που ασπάζομαι, είναι ότι τόσο οι χαρακτήρες όσο και κάποιες σεναριακές εκκρεμότητες δεν αναπτύσσονται όσο θα έπρεπε δίνοντας έτσι, ένα κάπως επίπεδο και ελλιπές αποτέλεσμα. Φαίνεται πως εδώ, έβαλε για άλλη μια φορά το χέρι του, ο παράγοντας budget, αφού στην ουσία δεν υπάρχουν side quests ή New Game+, παρά μόνο το main quest. Τουλάχιστον έτσι καταλήγουμε, σε μια αρκετά συγκροτημένη βασική πλοκή και μια στρωτή εξέλιξη, με αρχή, μέση και τέλος, πράγμα καθόλου δεδομένο, σε «μεγαλύτερους» εκπρόσωπους του είδους. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, μάλλον…
Περνώντας στα του παιχνιδιού, ελέγχετε άμεσα έναν χαρακτήρα, ενώ το party σας αποτελείται από τρεις. Σχετικά γρήγορα, θα αποκτήσετε πρόσβαση σε περισσότερους από τρεις χαρακτήρες, οπότε και θα πρέπει να επιλέγετε, ποιοι θα είναι ενεργοί κάθε φορά. Η ανάπτυξη μιας ισορροπημένης ομάδας και η σωστή επιλογή μελών, ανάλογα την τοποθεσία και τους εχθρούς, παίζει προφανώς, ζωτικό ρόλο. Δεν υπάρχουν τυχαίες μάχες στον χάρτη, παρά μόνο …τυχαία καλούδια που μπορούμε να μαζεύουμε από εδώ και από εκεί! Θεωρητικά μάλιστα, μπορούμε να τις αποφεύγουμε, αφού τα τέρατα είναι ορατά από απόσταση. Μην περιμένετε θαύματα σε αυτό όμως, λόγω …στενότητας χώρου.
Όπως σωστά θα έχει υποθέσει ο υποψιασμένος αναγνώστης, το σύστημα μάχης είναι το κλασικό ATB (Active Time Battle) που καθιέρωσε η SE στους γνωστούς ύποπτους των 90ies (και όχι μόνο). Μιλάμε για το σύστημα με τις time bars, στο οποίο ο κάθε χαρακτήρας περιμένει να γεμίσει η μπάρα του, πριν μπορέσει να δράσει και το οποίο από άποψη ρυθμού, στέκει κάπου ανάμεσα στα κλασικά turn based και στα real time συστήματα. Σημαντικό ρόλο εδώ, εκτός από τις επιλογές μας, παίζουν οι τοποθετήσεις των μελών, αλλά και η εμβέλεια των επιθέσεων μας. Στο κομμάτι αυτό η SE παίζει εντός έδρας και πράγματι η υλοποίηση είναι σφιχτή και στην ουσία αψεγάδιαστη. Θετικό το ότι μας δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουμε στις ρυθμίσεις, ανάμεσα σε Active ή Wait mode (pause στην μάχη όσο επιλέγουμε ή όχι), δίνοντας έτσι ανάλογα έμφαση στον ρυθμό ή την στρατηγική.
Επιπλέον έχει προστεθεί, ένα Momentum mode με το οποίο ο παίκτης μπορεί να «φορτώνει» επιπλέον, μετά το γέμισμα της time bar, πράγμα που αυξάνει από την μια την απόδοση της επίθεσης και από την άλλη το ρίσκο. Γενικά το momentum είναι ένα πολύ δυνατό χαρακτηριστικό αφού πέρα από τη συγκεκριμένη επίθεση μπορεί με τυχαίο τρόπο να ενεργοποιήσει τόσο τον μηχανισμό της Singularity (επιπλέον εφέ και αποτελέσματα στην υπόλοιπη μάχη επηρεάζοντας την έκβαση της) όσο και αυτόν του Flux (περισσότερα παρακάτω). Εξίσου όμορφη είναι η δυνατότητα να μπορούν να συνδυάσουμε επιθέσεις από δύο μέλη μας για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα μέσα από τα λεγόμενα Combos. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχουν συμβατά Spells, και φυσικά ο σωστός συγχρονισμός των κατόχων.
Περνώντας στο υπόλοιπο σετ μηχανισμών, φτάνουμε και στο δυνατό κομμάτι του τίτλου. Η SE, αν μη τι άλλο ξέρει να κατασκευάζει RPG. Βασικό ρόλο παίζουν τα λεγόμενα Techs μέσα από τα οποία οι χαρακτήρες μας εμπλουτίζονται με μαγικά ξόρκια και ικανότητες. Τα αποκτάμε αγοράζοντας τα λεγόμενα Spritnites από το The Magic Consortium. Πρόκειται για μαγικούς κρύσταλλους οι οποίοι δίνουν στον κάτοχο τους την επιθυμητή ικανότητα. Δεν κάνουν φυσικά όλοι οι Spitnites για όλους τους χαρακτήρες, συνεπώς προσοχή στο τι αγοράζουμε για ποιον. Το σύστημα είναι πλούσιο και άρτια υλοποιημένο με τον κάθε χαρακτήρα να έχει πρόσβαση σε δεκάδες Spitnites, δίνοντας μας έτσι μεγάλα περιθώρια παραμετροποίησης.
Εκτός από τα Spitnites, οι χαρακτήρες μας μπορούν να εξοπλιστούν με όπλα και talismans. Η χρήση των όπλων είναι προφανής με τον κάθε χαρακτήρα να διαθέτει πάλι δεκάδες από πιθανές επιλογές. Τα talismans προσφέρουν και αυτά επιπλέον δυνατότητες και bonuses στον κάτοχο τους με την ποικιλία και σε αυτά να είναι …χορταστική. Όπλα και talismans μπορούν να αγοραστούς από το κατάστημα Weppy & Talli’s, αλλά με λίγη τύχη μπορούμε και να τα βρούμε στον χάρτη μετά από μάχες κλπ. Σχετικός με τα talismans είναι και ο μηχανισμός των Flux. Μέσα από αυτόν μπορούμε χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο συνδυασμό talisman και spitnite να πετύχουμε την μόνιμη αναβάθμιση του δεύτερου. Τα flux bonuses συμβαίνουν τυχαία και μόνο όταν μπαίνουμε σε momentum mode στην μάχη, συνεπώς θέλει κυνήγι αλλά τελικά αξίζει ο κόπος!
Συναφείς με τα καταστήματα που ήδη αναφέραμε είναι και οι σεφ (!) που συναντάμε στις διάφορες πόλεις. Αυτοί χρησιμοποιώντας ως resources τα διάφορα materials που έχουμε μαζέψει και με την κατάλληλη αμοιβή σε χρήμα μας παρασκευάζουν γεύματα τα οποία μας παρέχουν διάφορες προσωρινές αναβαθμίσεις. Η παρασκευή του κάθε πιάτου μεταφράζεται και σε κατοχή της αντίστοιχης συνταγής. Συνεπώς με κάθε σεφ που συναντάμε έχουμε πρόσβαση σε όλες μας τις ήδη καταχωρημένες συνταγές συν την εξτρά που έχει να μας προτείνει ο συγκεκριμένος (αν έχει). Από όλα τα παραπάνω καταλαβαίνουμε πως τα resources τα οποία μαζεύουμε, είναι πάρα πολλά και αντίστοιχα πολλοί, οι τρόποι αξιοποίησής τους. Ευτυχώς όμως το Inventory της ομάδας όντας βασικά σε ομαδική λειτουργία δεν έχει πρόβλημα και λειτουργεί όπως θα περίμενε κάποιος.
H εξέλιξη του παιχνιδιού, είναι γραμμική, αφού για άλλη μια φορά υιοθετείται το παραδοσιακό στήσιμο των παλιότερων RPG. Δεν υπάρχει κάποιο συνολικό overworld παρά μόνο μικρότεροι χάρτες στους οποίους πρέπει να τελειώσουμε με τις «εκκρεμότητές τους (πόλεις, dungeons κλπ) ώστε συνήθως να επιβιβαστούμε σε κάποιο μέσο μεταφοράς, να μεταφερθούμε στον επόμενο χάρτη κ.ο.κ. Πολλά παράπονα έχει αποσπάσει το σύστημα των Saves το οποίο είναι λίγο ιδιότροπο η αλήθεια. Δεν υπάρχει πουθενά autosave και το save είναι παντού manual. Σώζουμε είτε στον χάρτη ελεύθερα είτε σε dungeons – αποστολές σε προκαθορισμένα σημεία όμως μόνο. Στην πράξη, αυτό είναι δυνατόν να δημιουργήσει προβλήματα, αφού είτε από αβλεψία, είτε από κακό υπολογισμό μπορούμε να χάσουμε πρόοδο πριν προλάβουμε να σώσουμε. Πιστεύω πως και η επιλογή αυτή έχει να κάνει με την γενικότερη retro προσέγγιση του τίτλου, Συνηθίζεται, αλλά ίσως να ενοχλήσει κάποιους.
Το παιχνίδι δεν είναι μικρό, αφού θα πρέπει να τρέξετε για να το τερματίσετε σε κάτω από 20 ώρες. Αντίθετα θα έλεγα πως οι 25 – 30 ώρες είναι ένα πιο ρεαλιστικό νούμερο, αν σας αρέσει να παίζεται …χωρίς άγχος, όπως εγώ. Η δυσκολία του από την άλλη μου άφησε ένα μικρό παράπονο αφού το βρήκα ελαφρά πιο εύκολο από όσο περίμενα. Αναγνωρίζω πως το θέμα αυτό είναι αρκετά ακανθώδες γενικά, απλώς το δικό μου παράπονο είναι πως με σχετικά χαμηλή δυσκολία το παιχνίδι αναιρεί σε ένα βαθμό τουλάχιστον το βάθος των μηχανισμών του. Γιατί όπως και να το κάνουμε το κίνητρο του να ψάχνουμε τα καλύτερα techs, combos, συνταγές, σύνθεση ομάδας κλπ κλπ, αναιρείται σε σημαντικό βαθμό, αν μπορείς να περνάς «αέρα» τους κακούς έτσι και αλλιώς.
Συμπεράσματα
Δεν υπάρχει λόγος να κρύψω, πως το παιχνίδι ανήκει σε μια πολύ μικρή ομάδα παιχνιδιών, στην οποία έχω αδυναμία. Αναφέρομαι δηλαδή σε αυτά, τα οποία πατάνε πολύ στέρεα πάνω στις βάσεις παλαιότερων τίτλων και εκμεταλλεύονται την σημερινή τεχνολογία για να μας δείξουν πως περίπου θα ήταν τα παιχνίδια που αγαπήσαμε, αν στην εποχή τους δεν υπήρχαν οι τεχνολογικοί και άλλοι περιορισμοί. Αν ανήκετε στην κατηγορία αυτή ο τίτλος είναι must.
Από εκεί και πέρα βλέποντας τα πράγματα κάπως πιο ψυχρά και αποστασιοποιημένα, είναι ξεκάθαρο πως μιλάμε για έναν τίτλο που έχει αρκετές αρετές, αλλά και κάποιες ελλείψεις. Διαθέτει μια πολύ δυνατή και συναισθηματική ατμόσφαιρα, όμορφα γραφικά, μουσική με ιδιαίτερο χαρακτήρα (αν και υπάρχουν στιγμές που κουράζει) και ένα σετ μηχανισμών απόλυτα πλήρες και λειτουργικό. Το σενάριο του από την άλλη, αν και ξεκινάει υπέροχα με πολλές και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιδέες προς ανάπτυξη, κάπου καταλήγει διεκπεραιωτικό, αφήνοντας στο τέλος την αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας. Επίσης η χαμηλού προϋπολογισμού φύση του γίνεται εμφανής (στα γραφικά, στην ανάπτυξη χαρακτήρων και πλοκής, στην μουσική, στο περιεχόμενο κλπ). Συνέπεια του προηγούμενου είναι και η εμφανής έλλειψη γυαλίσματος που διαθέτουν άλλα “μεγαλύτερα” παιχνίδια όπως πχ τα δύο Bravely του ίδιου εκδότη. Δυστυχώς όλα αυτά ΔΕΝ αντικατοπτρίζονται στην τιμή του η οποία βρίσκεται επικίνδυνα κοντά σε full priced τίτλους στα 40€ περίπου (ανεξάρτητα από πλατφόρμα).
Το παιχνίδι σαν τίτλος, έχει πράγματα να προσφέρει, έχει χαρακτήρα και είναι περίπου βέβαιο πως θα πάρει μια καλή θέση στο κοινό των gamer που αγαπάνε τους retro τίτλους ή τα jRPGs. Ειδικά για το Switch είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον, αφού η φορητή φύση της κονσόλας έχει πολλά να προσφέρει στον συγκεκριμένο τίτλο. Κύριο μειονέκτημά του η τιμή η οποία είναι αδύνατον να παραβλεφθεί στην Ελλάδα του 2017. Χωρίς αυτό η βαθμολογία του θα ήταν τουλάχιστον μισή μονάδα παραπάνω.
Έχει κάποιες μικροελλείψεις από εδώ και από εκεί. Αν ωστόσο το concept του σας ενδιαφέρει, μόλις νιώσετε πως παλεύετε την τιμή του, προχωρήστε άφοβα.